Στον Όμηρο ο Διόνυσος δεν είναι ακόμη Ολύμπιος, Στη ζωοφόρο του Παρθενώνα καταλαμβάνει μια θέση ανάμεσα στους καθισμένους θεούς περίπου μεταξύ του Όμηρου και της εποχής του Φειδία. Ο Διόνυσος, όποια κι αν ήταν η φύση του, είναι ένας μετανάστης θεός, που εισέρχεται στην Ελλάδα αργότερα από τους υπόλοιπους Ολύμπιους, από το Βορρά, από την Θράκη. Δεν έρχεται ασυνόδευτος, σαν καθώς πρέπει θεός που σέβεται τον τίτλο του. Πάντα τον ακολουθεί η θορυβώδης συντροφιά του από τους Σάτυρους και τις Μαινάδες και αυτό επίσης τον ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους θεούς.
Ο ίδιος ο θεός των θεών ο Δίας, ο Άρης, η Αθηνά, ο Ποσειδώνας δεν έχουν τέτοια ακολουθία. Αφού ο άνθρωπος φτιάχνει τους θεούς του κατ εικόνα του, είναι χρήσιμο και διασκεδαστικό να εξετάσουμε την φύση και τις λειτουργίες του Διόνυσου και της φασαριόζικης ακολουθίας του. Κατ αρχάς οι Σάτυροι είναι, τι άλλο θα μπορούσαν να είναι, παρά οι Σάτρες. Αυτοί οι Σάτρες – Σάτυροι έχουν πολλά χαρακτηριστικά με τους περισσότερο μυθολογικούς Κένταυρους. Η μαρτυρία των μακεδονικών νομισμάτων είναι διδακτική. Αλλά εδώ σε αυτό το άρθρο θα επικεντρωθώ στις λιγότερο τερατόμορφες, από την συνοδεία του θεού Διόνυσου, τις Μαινάδες, μα σε επόμενο θα δούμε τους έκλυτους Σάτυρους-Σειληνούς / Κενταύρους.
Είναι πολύ πιο ευχάριστη, η συντροφιά από τις γυναίκες ακόλουθες του Διόνυσου, τις Μαινάδες. Αυτές οι Μαινάδες είναι τόσο αληθινές όσο και οι Σάτυροι. Ουσιαστικά ακόμη περισσότερο, γιατί κανείς ποιητής ή ζωγράφος δεν επιχείρησε ποτέ να τους αποδώσει οπλές, αυτιά και ουρές αλόγου. Όμως, τόσο επίμονη είναι η απέχθεια για κοινότοπα γεγονότα, ώστε συνεχώς μας λένε ότι οι Μαινάδες είναι καθαρά μυθολογικά πλάσματα και ότι τα όργια των Μαινάδων ποτέ δεν εμφανίστηκαν ιστορικά στην Ελλάδα.
Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε τις Μαινάδες ως το γυναικείο απλώς αντίστοιχο των Σάτυρων. Οι Σάτυροι, αντιπροσωπεύουν πρωτόγονους υπόδουλους λαούς, αλλά οι Μαινάδες δεν αντιπροσωπεύουν απλώς τις γυναίκες της ίδιας φυλής. Το όνομά τους δεν είναι παραφθορά κάποιου φυλετικού ονόματος. Αντιπροσωπεύει μια ψυχική και σωματική κατάσταση, είναι σχεδόν ένα λατρευτικό επίθετο. Μαινάδα σημαίνει «τρελή γυναίκα»και οι Μαινάδες είναι γυναίκες-λάτρεις του Διόνυσου οποιοσδήποτε φυλής, κατειλημμένες, μανιασμένες, ή, όπως θα έλεγαν οι αρχαίοι, εμπνευσμένες από το πνεύμα του (ένθεες).
Μαινάδα είναι μόνο ένα, αν και ίσως το πιο συνηθισμένο, από τα πολλά ονόματα που απευθύνονται σε αυτές τις γυναίκες λάτρεις. Στη Μακεδονία μας λέει ο Πλούταρχος τις αποκαλούσαν Μιμαλλόνες και Κλώδωνες, στην Ελλάδα Βάκχες, Βασσαρίδες, Θυιάδες, Ποτνιάδες και τα παρόμοια. Μερικοί από τους τίτλους μετατράπηκαν σταδιακά σε κύρια ονόματα, άλλοι παρέμειναν συνειδητά επιθετικοί προσδιορισμοί. Κατά βάθος όλοι εκφράζουν την ίδια ιδέα, γυναίκες κατειλημμένες από το πνεύμα του Διόνυσου. Ο Πλούταρχος στη χαριτωμένη πραγματεία του για τη «Δεισιδαιμονία» μας λέει πως όταν ο διθυραμβικός ποιητής Τιμόθεος έψελνε έναν ύμνο στην Άρτεμη, αποκαλούσε την κόρη του Δία έτσι:
«Μαινάδα, Θυιάδα, Φοιβάδα, Λυσσάδα.»
Μπορούμε να αποδώσουμε τους τίτλους ως Τρελή, Ορμητική, Ένθεη, Λυσσασμένη. Ο λυρικός ποιητής Κινεσίας, του οποίου τα άσματα ήταν αναμφίβολα διατυπωμένα σε λιγότερο οργιαστική γλώσσα, σηκώθηκε και είπε: «Εύχομαι να είχες μια τέτοια κόρη.» Η ιστορία μας διδάσκει δυο πράγματα. Αρχικά δείχνει ότι οι όροι Μαινάδα και Θυιάδα χρησιμοποιούνταν στην εποχή του Τιμόθεου ως επίθετα, δεν είχαν ακόμη αποκρυσταλλωθεί σε κύρια ονόματα, και δεν αφορούσαν μόνο τις λάτρεις του Διόνυσου, αλλά οποιαδήποτε οργιαστική θεότητα.
Επιπλέον, το απόσπασμα καταμαρτυρεί σαφώς ότι οι μορφωμένοι άνθρωποι, προς το τέλος του πέμπτου αιώνα π.κ.ε., είχαν αρχίσει να θέτουν υπό συζήτηση τις διαμορφωμένες θεολογικές αντιλήψεις. Ωστόσο οι λατρευτικές τελετές και τα ακόμη περισσότερο λατρευτικά επίθετα απείχαν πολύ από την άποψη των μορφωμένων. Ευτυχώς μπορούμε να αποδείξουμε ότι, σίγουρα το επίθετο Θυιάδα, και πιθανώς τα επίθετα Φοιβάδα και Μαινάδα, αφορούσαν όντως υπαρκτά ιστορικά γυναικεία πρόσωπα. Το επίθετο Λυσσάδα, που σημαίνει «λυσσασμένη», δεν ήταν απίθανο να υπερισχύσει στην ποίηση. Ο χορός στις Βάκχες αυτοαποκαλείται «γοργά κυνηγόσκυλα της Λύσσας», αλλά ο τίτλος προφανώς δε θα είχε απήχηση στις σεβάσμιες δέσποινες.
Αρχίζουμε με τις Θυιάδες: Στους Δελφούς μαθαίνουμε τα περισσότερα για τη φύση και τη λατρεία τους, στους Δελφούς όπου ψηλά στον Παρνασσό ο Διόνυσος τελούσε τα όργια του. Αυτό δε μπορεί να το αρνηθεί ούτε ο Αισχύλος, αν και υποστηρίζει τον Απόλλωνα. Για τούτο βάζει την ιέρεια στην τελετουργική απαγγελία της των τοπικών δυνάμεων σχεδόν απρόθυμα να επιμαρτυρήσει:
«Και τις Νύμφες τις τιμώ
που κατοικούν εκεί όπου είναι το Κωρύκειο άντρο
το βαθύ, που το συχνάζουν τα πουλιά και μένουν οι θεοί.
Ο Βρόμιος βασιλεύει εκεί -κι ούτε που το ξεχνώ-
αφ’ ότου, θεός αυτός, οδήγησε σε πόλεμο τις Βάκχες
κι ύφανε θάνατο -λαγός σαν νάταν- του Πενθέα».
Ο Αισχύλος τείνοντας προς το μονοθεϊσμό, αποδεχόταν πρόθυμα μόνο τις δύο θεότητες που ήταν ουσιαστικά μία, δηλαδή το Δία και
«Διός προφήτης δ’ έστί Λοξίας πατρός,»
τον Πατέρα και το Γιο, αυτούς και το γένος των αρχαίων χθόνιων θεοτήτων των οποίων ήταν οι διάδοχοι. Όμως η θρησκευτική παράδοση γνώριζε έναν άλλον μετανάστη, το Διόνυσο και ο Αισχύλος δεν μπορεί να τον αγνοήσει εντελώς. Στα αετώματα του μεγάλου ναού παριστάνονταν ανάγλυφα, αναφέρει ο Παυσανίας, στο ένα άκρο ο Απόλλωνας, η Άρτεμις, η Λητώ και οι Μούσες, και στο άλλο άκρο η «δΰσις τε Ήλιου καί Διόνυσός τε καί αί γυναίκες Θυιάδες.» Το τελετουργικό έτος στους Δελφούς ήταν χωρισμένο μεταξύ του Απόλλωνα και του Διόνυσου.
Η αναπαράσταση στην εικόνα επάνω, από έναν κρατήρα στο Μουσείο Ερμιτάζ στην Αγ. Πετρούπολη είναι σύντομη επιτομή της θρησκευτικής ιστορίας των Δελφών, επισημαίνοντας τα τρία της επίπεδα. Σε πρώτο πλάνο είναι ο ομφαλός της Γαίας καλυμμένος με ταινίες:
«Πρώτα στην προσευχή μου αυτή πιο πάνω απ’ όλους τους θεούς
βάζω τη Γαία, τη μάντισσα την πιο παλιά».
Τη Γαία, της οποίας οι διάδοχοι, η Θέμις και η Φοίβη, δεν είναι παρά μορφές δικές της. Ψηλότερα στην εικόνα είναι άλλες θεότητες υπερτιθέμενες αυτής της πρωτόγονης χθόνιας λατρείας. Ο Απόλλωνας και ο Διόνυσος δίνουν τα χέρια, ενώ γύρω τους είναι μια συντροφιά Μαινάδων και Σάτυρων. Δεν είναι σίγουρο ποιος θεωρείται πρωτοαφιχθείς, αλλά μάλλον είναι ο Διόνυσος, καθώς το ιερό κατοικείται ήδη από τους λάτρεις του. Η αμφίεση του έχει κάτι από την ασιατική λαμπρότητα σε σύγκριση με την ελληνική απλότητα του Απόλλωνα. Ο καθένας φέρει τη χαρακτηριστική του ράβδο, ο Απόλλωνας ένα κλαδί δάφνης, ο Διόνυσος ένα θύρσο.
Στην παράσταση του αγγείου, που χρονολογείται γύρω στην αρχή του τέταρτου αιώνα π.κ.ε., όλα είναι ειρηνικά και αρμονικά και οι θεοί δίνουν τα χέρια. Το δελφικό ιερατείο από παλιά παρουσίαζε δεξιοτεχνία στη συγκάλυψη ανώμαλων μεταβάσεων στην ιστορία της θεολογίας. Ο Απόλλωνας έπρεπε να παλέψει με το αρχαίο μαντικό ερπετό της Γαίας και να το σκοτώσει πριν καταλάβει το χώρο και είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάποια στιγμή υπήρξε διαμάχη ανάμεσα στους λάτρεις του Απόλλωνα και σε αυτούς του Διόνυσου. Ένα πέπλο λήθης κάλυψε αυτό το παρελθόν που δεν προσφερόταν για διαπαιδαγώγηση ή προπαγάνδα, άλλωστε το ίδιο έγινε αργότερα και με τους χριστιανούς.
Μια θρησκεία που κατακτά τους Δελφούς, ουσιαστικά κατακτά ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Πιθανότατα, τόσο στους Δελφούς όσο και στην Αθήνα, επιτελέστηκε το έργο της αναμόρφωσης, τροποποίησης, προσαρμογής της τραχιάς θρακικής λατρείας, μια διαδικασία αναγκαία για την ευνοϊκή εισαγωγή της νέας λατρείας στην πολιτισμένη Ελλάδα. Αν λοιπόν μπορούμε να βεβαιώσουμε την ιστορική ύπαρξη των Θυιάδων στους Δελφούς, δε χρειάζεται να αμφιβάλλουμε για την ύπαρξη αυτών, ή των αντίστοιχών τους, στη λατρεία του Διόνυσου σε άλλες περιοχές. Ο Παυσανίας, όταν ήταν στον Πανοπέα, προβληματίστηκε γιατί ο Όμηρος ονόμαζε τον τόπο «καλλίχορον».
Αναφέρει ότι του το εξήγησαν οι γυναίκες που οι Αθηναίοι ονομάζουν Θυιάδες. Προσθέτει, προς αποφυγή παρεξήγησης, ότι «αυτές οι Θυιάδες είναι γυναίκες από την Αττική που πηγαίνουν κάθε δεύτερο χρόνο μαζί με τις γυναίκες από τους Δελφούς στον Παρνασσό και εκεί τελούν όργια προς τιμή του Διόνυσου. Καθ’ οδόν σταματούν να χορέψουν στον Πανοπέα, εξ ου και το επίθετο που του αποδίδει ο Όμηρος.» Βέβαια αυτός ο όμιλος ιερών γυναικών, αυτές οι Θυιάδες, είχαν και την επώνυμο πρόγονό τους, τη Θυία. Αυτή πιθανόν, είναι μυθολογική.
Ο Παυσανίας, αναφερόμενος στην προέλευση των Δελφών, λέει πως «Μερικοί πιστεύουν ότι υπήρχε ένας αυτόχθων άντρας ονόματι Καστάλιος και τον θέλουν να έχει για θυγατέρα του τη Θυία, η Θυία ήταν η πρώτη ιέρεια του Διόνυσου και τελούσε όργια για το θεό και λένε ότι μετά από εκείνη όσες καταλαμβάνονται από μανία προς τιμή του Διόνυσου αποκαλούνται Θυιάδες.»
(όσαι τώ Διονὐσω μαίνονται Θυιάδόας καλεϊσθαί φασιν ύπό άνθρώπων.) Αν «όσες καταλαμβάνονται από μανία προς τιμή του Διόνυσου» δεν είναι ουσιαστικά Μαινάδες, τότε τι άλλο μπορεί να είναι; Είναι ευτύχημα που ο Παυσανίας είδε και μίλησε για αυτές τις γυναίκες, γιατί διαφορετικά οι δηλώσεις του ότι μαίνονται στις ψηλότερες κορυφές του Παρνασσού προς τιμή του Διόνυσου και του Απόλλωνα θα θεωρούνταν απλώς μυθολογικές ιστορίες.
Ο Πλούταρχος ήταν ιερέας στη πατρίδα του τη Χαιρώνεια και βαθιά εξοικειωμένος με τις τελετουργίες των Δελφών. Μία καλή του φίλη, η Κλέα, ήταν «αρχηγός» των Θυιάδων στους Δελφούς. Τις αναφέρει πάνω από μια φορά. Γράφοντας στο Φαβωρίνο «περί της Πρώτης Αρχής για το Ψύχος» διατείνεται ότι το ψύχος έχει τις δικές του ιδιαίτερες ιδιότητες, πυκνότητα, σταθερότητα, ακαμψία, και δίνει ως παράδειγμα το ψύχος της νύχτας έξω στον Παρνασσό.
«Έχεις ακούσει ο ίδιος στους Δελφούς πώς οι άνθρωποι, που ανέβηκαν στον Παρνασσό για να βοηθήσουν τις Θυιάδες, έπεσαν σε μια βίαιη χιονοθύελλα και τα παλτά τους πάγωσαν και έγιναν σαν ξύλα, ώστε, όταν τα τέντωσαν, θρυμματίστηκαν και κόπηκαν σε κομμάτια.» Τα θρυμματισμένα πανωφόρια μοιάζουν απόκρυφα, αλλά οι Θυιάδες που βρίσκονταν έξω στο ψύχος είναι πολύ αληθινές. Δεν αντιμετωπίζεις μια ορεινή χιονοθύελλα για να συντρέξεις τα μυθολογικά «πνεύματα της άνοιξης»
Ίσως έμαθε από τη φίλη του την Κλέα ο Πλούταρχος την ευχάριστη ιστορία των Θυιάδων και των γυναικών της Φωκίδας, που καταγράφει στην πραγματεία του «Γυναικών Αρεταί» .
«Όταν οι τύραννοι της Φωκίδας είχαν καταλάβει τους Δελφούς και διεξήγαγαν εναντίον τους το γνωστό ως Ιερό Πόλεμο, οι ακόλουθες του Διόνυσου που ονομάζονταν Θυιάδες αλλόφρονες, περιφέρονταν μακριά από την περιοχή τους και χωρίς να το γνωρίζουν έφθασαν στην Άμφισσα. Όντας φοβερά εξουθενωμένες και χωρίς να έχουν βρει ακόμη τα λογικά τους, ξάπλωσαν στην αγορά για να κοιμηθούν εκεί όπου βρέθηκαν.
Τότε οι γυναίκες της Άμφισσας φοβήθηκαν μήπως, καθώς η πόλη τους ήταν σύμμαχος με τους Φωκείς και ο τόπος ήταν γεμάτος στρατιώτες των τυράννων, πάθουν κακό οι Θυιάδες. Άφησαν λοιπόν τα σπίτια τους και έτρεξαν στην αγορά. Σχημάτισαν έναν κύκλο σιωπής γύρω τους και στάθηκαν εκεί χωρίς να τις ενοχλούν καθώς κοιμούνταν. Όταν ξύπνησαν, τις περιποιήθηκαν ιδιαίτερα, τους έφεραν τροφή και τελικά πήραν άδεια από τους συζύγους τους να τις συνοδεύσουν με ασφάλεια στο δρόμο τους ως τα βουνά.»
Αυτές οι Θυιάδες είναι το ιστορικό αντίστοιχο των Μαινάδων αμέτρητων αγγείων και ανάγλυφων, η ίδια μανία, η ίδια πλήρης εξουθένωση και ο καταγής ύπνος. Είναι οι ίδιες όπως στις Βάκχες του Ευριπίδη στις πλαγιές του Κιθαιρώνα:
«Κοιμοΰνταν όλες
με λυμένα απ’ τον κόπο τα κορμιά τους,
σε τούφα ελάτου αρμόζοντας τις πλάτες,
σε δρυόφυλλα άλλες χάμου το κεφάλι σεμνά-σεμνά ακουμπώντας…»
Από το σεβασμό που έδειξαν οι γυναίκες της Άμφισσας καταλαβαίνουμε ότι, ενώ οι Θυιάδες ήταν αληθινές γυναίκες, ήταν ταυτόχρονα κάτι παραπάνω από αληθινές.
Αυτό μας οδηγεί σε ένα άλλο λατρευτικό επίθετο που παραθέτει ο Τιμόθεος, «Φοιβάδα». Η Φοιβάδα είναι το γυναικείο αντίστοιχο του Φοίβου, επίθετο που έχουμε την τάση να το συσχετίζουμε αποκλειστικά με τον Απόλλωνα. Ο Απόλλωνας, ονομαζόταν Φοίβος λόγω της αγνής και ακτινοβόλου ομορφιάς της νιότης. Το επίθετο αφορά περισσότερο την αγνότητα παρά την ακτινοβόλο ομορφιά- και αν αφορά την ομορφιά, τότε είναι η «ομορφιά της ιερότητας». Ο Πλούταρχος αναφερόμενος στην επωνυμία του Απόλλωνα κάνει την ακόλουθη ενδιαφέρουσα δήλωση:
«Οι παλαιοί, μου φαίνεται, ονομάζουν καθετί που είναι αγνό και καθαγιασμένο φοίβον, όπως ακόμη οι Θεσσαλοί -νομίζω- λένε ότι, όταν οι ιερείς τους ζουν σε απομόνωση κάποιες ορισμένες ημέρες, ζουν φοιβικά.» Το νόημα σε αυτό το απόσπασμα, που κυριολεκτικά δεν μπορούμε να το μεταφράσουμε, είναι σαφές. Η ρίζα της λέξης Φοίβος σήμαινε «σε κατάσταση τελετουργικής αγνότητας, ιερός κατά μια τελετουργική έννοια» και ως τέτοιος είναι ένθεος και υπό την προστασία ενός θεού, ενός ταμπού. Ο Απόλλωνας πιθανόν να πήρε την προσωνυμία Φοίβος από το παλιό τάγμα γυναικείων θεοτήτων τις οποίες διαδέχτηκε. Ήταν τρίτος στη διαδοχή μετά τη Γαία και τη Θέμιδα.
«Μια άλλη Τιτανίδα, κόρη της Γης,
η Φοίβη, κάθισε (στο μαντικό θρόνο)·
και δώρο αυτή γενέθλιο του Φοίβου του το δίνει.
Κι από τη Φοίβη πήρε το όνομά του αυτός.»
Ο Απόλλωνας, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, δεν πήρε το γενέθλιο δώρο του χωρίς ουσιαστικές εκχωρήσεις. Όχι απλώς πήρε το όνομα της αρχαίας Φοίβης, κόρης της Γης, αλλά και αναγκάστηκε, μισογύνης όπως ήταν πάντα, να εκφωνεί τις μαντείες του μέσω του στόματος μιας μαινόμενης ιέρειας, μιας Φοιβάδας. Ο Ηρόδοτος στο απόσπασμα που έχουμε ήδη παραθέσει, ορθά παρατηρεί ότι στην απομακρυσμένη χώρα των Βησσών, όπως και στους Δελφούς, οι χρησμοί εκστομίζονταν από μια ιέρεια. Η Κασσάνδρα ήταν μια ακόμη από εκείνες τις γυναίκες-μάντεις της Γαίας. Προφήτευε στο βωμό-ομφαλό της Θύμβρης, ένα ιερό που πήρε ο Απόλλωνας όπως και τους Δελφούς. Η μανία της κατά του Απόλλωνα δεν είναι απλά η πικρία της προδομένης παρθένας. Είναι η οργή της μάντισσας της παλιάς τάξης που αμφισβητήθηκε, απογυμνώθηκε από τη νέα. Σπάζει τη ράβδο της, σχίζει τις ταινίες της και φωνάζει.
«Καί νϋν ό μάντις μάντιν έκπράξας έμέ.»
Η ιέρεια στους Δελφούς, αν και κατ’ ουσία μια Φοιβάδα, ονομαζόταν Πυθία, αλλά το επίσημο όνομα της ιέρειας Κασσάνδρας ήταν, όπως γνωρίζουμε, Φοιβάς
«ή Φοιβάς ήν καλοΰσι Κασσάνδραν Φρύγες.»
και ο τίτλος, «η τελετουργικά αγνή», δίνει μια πικρή ειρωνεία στα λόγια που εκφράζουν τη ντροπή της Εκάβης. Η λέξη Φοιβάδες ποτέ, από όσα γνωρίζω, δε χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τις Βάκχες, αν και πιστεύω ότι η χρήση της στους Δελφούς οφείλεται στην επίδραση του Διόνυσου, στην οποία επίσης οφείλεται και το επίθετο Ποτνιάδες. Στις Βάκχες όταν ο αγγελιοφόρος επιστρέφει από τον Κιθαιρώνα, λέει στον Πενθέα:
«Είδα τις μαινόμενες βάκχες, που σαν τρελές
τα λευκά μέλη γοργά κίνησαν φεύγοντας από δω.
Ήρθα, γιατί θέλω να πω σ’ εσένα και στην πόλη,
βασιλιά, πως απίστευτα πράματα κάνουν
και πιο πολύ από θαυμαστά.»
Οι «μαινόμενες βάκχες» (βάκχας ποτνιάδας) βρίσκονται σε ιερατική κατάσταση ιερής μανίας, από όπου και οι θαυμαστές μαγνητικές δυνάμεις τους. Ο Φώτιος δίνει μια περίεργη απόχρωση στο ρήμα με το οποίο συνδέονται οι «Ποτνιάδες». Λέει ότι κανονικά χρησιμοποιείται για να εκφράσει μια κατάσταση όπου μια γυναίκα «έχει πάθει κάποιο κακό και ικετεύει μια θεά» και «αν κάποιος χρησιμοποιούσε τη λέξη για άντρα, θα ήταν ανακριβής». Η φράση «κακόν τι πάσχη» μπορεί να σημαίνει μόνο ότι είχε καταληφθεί από τη θεά (ένθεος ή κάτοχος) και μπορεί να είχε κατά νου τις Μαινάδες και τις παρόμοιες λάτρεις. Τη μανία μπορεί να την προκαλέσει η Μητέρα των θεών ή ο Διόνυσος, ουσιαστικά κάθε οργιαστική θεότητα.
Ίσως υπάρξει η αντίρρηση ότι οι Μαινάδες δεν είναι ίδιες με τις Θυιάδες ή τις Φοιβάδες. Η άποψή μου είναι ότι είναι. Η ουσιαστική βάση της αντίληψης είναι οι γυναίκες- λάτρεις του θεού από αυτές δημιουργήθηκαν αργότερα οι μυθικές ακόλουθές του. Αυτή είναι η φυσική τάξη της μυθολογικής γέννησης. Ο Διόδωρος, όπως οι περισσότεροι σύγχρονοι μυθολόγοι, αντιστρέφει αυτή τη φυσική συνέχεια και η αντιστροφή αυτή είναι διδακτική.
Περιγράφοντας τη θριαμβευτική επιστροφή του Διόνυσου από τις Ινδίες λέει: «Και οι Βοιωτοί και οι άλλοι Έλληνες και οι Θράκες σε ανάμνηση τις ινδικής αποστολής καθιέρωσαν τις διετείς θυσίες στο Διόνυσο και πίστευαν ότι σε αυτά τα διαστήματα ο θεός εμφανίζεται (Επιφάνεια-Θεοφάνεια) στους θνητούς. Έτσι σε πολλές ελληνικές πόλεις κάθε δεύτερο χρόνο συναντιούνται βακχικοί όμιλοι γυναικών και συνηθίζεται οι παρθένες να μεταφέρουν θύρσους και να μαίνονται προς δόξα και τιμή του θεού, και οι παντρεμένες να λατρεύουν το θεό σε οργανωμένους θιάσους και να μαίνονται, και να γιορτάζουν με κάθε τρόπο την παρουσία του Διόνυσου κατ’ απομίμηση των Μαινάδων, οι οποίες λέγεται ότι συνόδευαν το θεό.» Ο Διόδωρος είναι ένα έξοχο παράδειγμα λανθασμένης μυθοπλασίας. Η μυθολογία εφευρίσκει ένα λόγο για κάποιο γεγονός, δε βασίζει ένα γεγονός σε μια φαντασίωση.
Καθόλου δεν αρνούμαστε ότι οι Μαινάδες έγιναν μυθικές. Όταν ο Σοφοκλής λέει:
«και στο ιερό δάσος του θεού με τους
αμέτρητους καρπούς, που ούτε ο ήλιος ούτε
ο άνεμος της θύελλας διαπερνά,
εκεί ο Διόνυσος περιδιαβαίνει συνέχεια
συνεπαρμένος από την ιερή του μανία
και πίσω του ακολουθούν οι θεές που τον
ανέθρεψαν,»
δεν αναφέρεται σε αυτό τον κόσμο και οι νύμφες που τον ανατρέφουν είναι «θεές» αλλά θεές που, όπως πάντα, είναι κατ’ εικόνα του ανθρώπου που τις δημιούργησε.
Η δυσκολία και η ανακολουθία στις γνώμες όσον αφορά την ύπαρξη των Μαινάδων οφείλονται κυρίως σε παρανόηση λέξεων. Για μας Μαινάδα είναι κύριο όνομα, μια καθορισμένη και αποκρυσταλλωμένη προσωπικότητα το ίδιο και η Θυιάδα, αλλά στην αρχή δεν ήταν έτσι. Μαινάδα είναι η Μαινόμενη, Θυιάδα η Έξαλλη ή κάτι παρόμοιο, ούτως ή άλλως είναι επιθετικοί προσδιορισμοί. Μαινόμενη, Έξαλλη, Αγνή είναι απλώς τρόποι περιγραφής μιας ένθεης γυναίκας, και ο θεός είναι ο Διόνυσος.
Θυιάδα και Φοιβάδα διατηρήθηκαν ως λατρευτικά ονόματα, ενώ η Μαινάδα έτεινε να περάσει στη μυθολογία. Ίσως αυτό ήταν φυσικό. Όταν ένας λαός φτάνει σε υψηλό επίπεδο πολιτισμού, υπάρχει η τάση να μη θεωρείται η τρέλα, εκτός από τους ποιητές και τους φιλοσόφους, ως θεϊκή, όπως στ’ αληθινά είναι, έτσι τείνουν να αποβάλλουν το επίθετο τρελός και η άχρωμη Θυιάδα γίνεται όλο και περισσότερο κύριο όνομα.
Πάντως το Μαινάδα, ως όνομα αληθινής ιέρειας, δεν είχε χαθεί εντελώς. Μια επιγραφή της εποχής του Αδριανού, που βρέθηκε στη Μαγνησία και τώρα είναι στο Τσινλί στην Κωνσταντινούπολη, παρέχει μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία. Αυτή η επιγραφή ιστορεί ένα μικρό θαύμα. Ένας πλάτανος καταστράφηκε από καταιγίδα και μέσα του βρέθηκε μια εικόνα του Διόνυσου.
Αμέσως έστειλαν μάντεις στους Δελφούς για να ρωτήσουν τι πρέπει να γίνει. Η απάντηση ήταν αναμενόμενη. Οι Μαγνήσιοι είχαν παραλείψει να φτιάξουν «καλοχτισμένους ναούς» στο Διόνυσο και έπρεπε να επανορθώσουν. Για να γίνει αυτό σωστά έπρεπε να πάνε στη Θήβα και να πάρουν τρεις Μαινάδες από το γένος της Καδμείας Ινούς. Αυτές θα μάθαιναν στους Μαγνήσιους όργια και καλά έθιμα. Πήγαν στη Θήβα και έφεραν πίσω τρεις «Μαινάδες» των οποίων τα ονόματα δίνονται: Κοσκώ, Βαυβώ και Θεττάλη. Αυτές ήρθαν και ίδρυσαν τρεις θιάσους ή ιερούς ομίλους σε τρία σημεία της πόλης. Βέβαια η επιγραφή είναι ύστερη· οι Βαυβώ και Κοσκώ είναι πιθανόν ορφικές, αλλά το κύριο θέμα είναι σαφές: στην εποχή του Αδριανού τουλάχιστον τρεις υπαρκτές γυναίκες ενός συγκεκριμένου γένους ονομάζονταν «Μαινάδες».
Είναι τόσο προκατειλημμένος ο σύγχρονος μελετητής, από μια σειρά αντιλήψεων-πεποιθήσεων βασισμένων στην Αθήνα της εποχής του Περικλή, από ιδέες περί τάξεως, νόμου, λογικής και ορίων, που έχει την τάση να απορρίπτει ως «μυθολογήματα» οτιδήποτε δεν ταιριάζει στη στερεότυπη και εμφυτευμένη αυτή πεποίθηση. Οι άντρες και οι αδελφοί των γυναικών στις ιστορικές εποχές, μας λένε, δε θα άφηναν τις γυναίκες τους να μαίνονται στα βουνά, είναι αδιανόητο σε σχέση με την αυστηρή ανατολίτικη απομόνωση των γυναικών της εποχής του Περικλή.
Ότι κάθε γυναίκα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να έχει την ελευθερία που είχε μια Μαινάδα είναι σίγουρα απίθανο, αλλά και μια Μαινάδα δεν ήταν η κάθε γυναίκα, επίσης πολλά μπορούν να ανεχτούν ακόμη και οι άντρες και οι αδελφοί, όταν επιβάλλονται από τη λατρευτική θεϊκή παράδοση. Οι άντρες, ακόμη και στη Μακεδονία, όπου τα ήθη ήταν σίγουρα τραχύτερα, δεν αρέσκονταν στην τέλεση των βακχικών οργίων. Ο Βάκχος είναι βέβαιο πως δεν ήρθε για να φέρει ειρήνη, όπως εξ άλλου ούτε και ο Χριστός. Ο Πλούταρχος συμπεραίνει ότι σε αυτά τα βακχικά όργια οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό η τεταμένη σχέση μεταξύ της μητέρας και του πατέρα του Μεγάλου Αλέξανδρου.
Είχαν δει ένα φίδι να κείτεται στο πλευρό της Ολυμπιάδας και ο Φίλιππος φοβήθηκε ότι ήταν μάγισσα, ή, ακόμη χειρότερα, ότι το φίδι ήταν φορέας κάποιου θεού. Μια άλλη εξήγηση, πιθανόν η σωστή, για την παρουσία των φιδιών ήταν, όπως μας λέει Πλούταρχος, ότι
«όλες οι γυναίκες αυτού του τόπου από παλιά επηρεάζονταν από τις ορφικές τελετές και τα διονυσιακά όργια και ότι ονομάζονταν Κλώδωνες και Μιμαλλόνες, γιατί σε πολλά μιμούνταν τις γυναίκες των Ηδωνών και των Θρακών γύρω από τον Αίμο, από τις οποίες φαίνεται να προέρχεται η ελληνική λέξη θρησκεύειν, μια λέξη που χρησιμοποιείται για υπερβολικές και ακραίες τελετουργίες. Η Ολυμπιάδα λοιπόν είχε περισσότερο ζήλο από όλες τις άλλες και τελούσε αυτές τις τελετές κατάληψης και έκστασης με πολύ βαρβαρικό τρόπο- εισήγαγε τεράστια εξημερωμένα ερπετά στις βακχικές συγκεντρώσεις, τα οποία ξεπρόβαλλαν από τον κισσό και τα μυστηριακά λίκνα και μπλέκονταν γύρω από τους θύρσους των γυναικών και τις ταινίες τους και κατατρόμαζαν τους άντρες.»
Πάντως, όσο και αν αντιπαθούσαν οι Μακεδόνες αυτά τα όργια, ήταν σαφώς πολύ φοβισμένοι για να τα σταματήσουν. Οι γυναίκες ήταν κατειλημμένες, μαγικές και επικίνδυνες για να τις καθοδηγήσεις. Σκηνές σαν αυτές που περιέγραψε ο Πλούταρχος, που όντως συνέβαιναν στη Μακεδονία, αναπαριστάνονται σε πλήθος αγγεία.
Η όμορφη μαινόμενη Μαινάδα στην εικόνα κάτω, από το κέντρο ενός κύλικα με λευκό φόντο από το Μόναχο είναι εξαίρετο παράδειγμα. Φορά το τυπικό ένδυμα Μαινάδας, τη νεβρίδα πάνω από τη συνηθισμένη ένδυση και φέρει το θύρσο, ουσιαστικά φέρει ολόκληρη την ενδυμασία (σκευή) του Διόνυσου. Όταν ο Πενθέας υποκρίνεται τη Βακχίδα, ακριβώς έτσι παρουσιάζεται- φορά το μακρύ πτυχωτό χιτώνα και από πάνω την ποικιλόχρωμη νεβρίδα, τα μαλλιά πέφτουν ελεύθερα και στα χέρια έχει το θύρσο. Για μίτρα στο κεφάλι της η Μαινάδα έχει δέσει ένα μεγάλο φίδι.
Στην εικόνα κάτω, βλέπουμε μια άλλη Μαινάδα. Τη χαρακτηρίζουν μόνο τα δυο φίδια που κρατά στα χέρια της. Αν δε φορούσε το μακρύ πτυχωτό ένδυμά της, θα μπορούσε να ήταν και Ερινύα.
Τα φίδια που ξεπροβάλλουν από την ιερή κίστη αναπαριστάνονται στην ομάδα νομισμάτων που είναι γνωστά ως κιστοφόροι, δείγμα των οποίων βλέπουμε στην εικόνα κάτω. Αυτά τα νομίσματα, τα οποία έχουν ομοιόμορφο τύπο, σύμφωνα με τον Δρ. Ιμχούφ, προήλθαν από την Έφεσο λίγο πριν το 200 π.κ.ε., και εξαπλώθηκαν σε όλη την επικράτεια του Αττάλου του Πρώτου. Απεικονίζουν μια φάση της Διονυσιακής λατρείας στη Μικρά Ασία στενά συγγενική με εκείνη της Μακεδονίας.
Η Μακεδονία δεν είναι Αθήνα, αλλά οι μεταρρυθμίσεις του Επιμενίδη, μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε, ότι και οι Αθηναίοι αδελφοί και σύζυγοι είχαν και εκείνοι τα προβλήματα τους. Ξανά ο Πλούταρχος είναι ο πληροφοριοδότης μας. Η Αθήνα κατακλυζόταν από δεισιδαιμονίες, φόβους και περίεργα φαινόμενα. Κάλεσαν από την Κρήτη τον Επιμενίδη, άντρα αγαπητό στους θεούς και ικανό στους τύπους της θρησκείας, κυρίως σε σχέση με ενθουσιαστικές και μυστικές τελετές. Έγινε φίλος με το Σόλωνα και η ουσία της θρησκευτικής του μεταρρύθμισης ήταν η εξής:
«απλοποίησε τις λατρευτικές τους τελετές και έκανε ηπιότερες τις τελετουργίες του θρήνου, εισάγοντας κάποιες μορφές θυσίας στην ταφική σοβαρότητά τους και καταργώντας τα σκληρά και βαρβαρικά στοιχεία στα οποία είχαν εθιστεί οι γυναίκες. Αλλά το σοβαρότερο όλων ήταν ότι, με καθάρσεις και εξιλεώσεις και την εδραίωση λατρειών, καθαγίασε και καθοσίωσε την πόλη και την έκανε να υποβοηθά τη δικαιοσύνη και να τείνει περισσότερο προς την ενότητα.»
Σίγουρα το απόσπασμα δεν είναι τόσο σαφές όσο θα θέλαμε, αλλά οι λέξεις που χρησιμοποιεί, «κατοργιάσας» και «καθοσιώσας», μαζί με το γεγονός ότι ο Επιμενίδης ήταν ειδικός στις εκστατικές τελετές ώστε του δόθηκε το όνομα νέος Κούρης (Κούρος), καθώς και η ιδιαίτερη προσοχή στις τελετές των γυναικών, αν και αναφέρονται σε σχέση με την ταφή, καθιστούν αρκετά σαφές ότι μερικές από τις βαρβαρικές υπερβολές σχετίζονταν με βακχικά όργια.
Αυτή η άποψη ισχυροποιείται όταν θυμηθούμε πως πολλές από τις μεταρρυθμίσεις του ίδιου του Σόλωνα στρέφονταν κατά των υπερβολών των γυναικών. «Καθόρισε», μας λέει ο Πλούταρχος, «τις εξόδους των γυναικών, τα μοιρολόγια τους και τις γιορτές τους, απαγορεύοντας δια νόμου κάθε υπερβολή και αναταραχή.» Μεταξύ αυτών των πληκτικών κανονισμών έρχεται και ο χαρακτηριστικός σύγχρονος τόνος ότι δεν πρέπει να βγαίνουν τη νύχτα «παρά μέσα σε άμαξα και με φως εμπρός τους.» Τη νυχτερινή έξοδο ήταν που δεν μπορούσε να αντέξει ο Πενθέας. Όταν μαθαίνει για τις διονυσιακές τελετές, ρωτάει το θεό:
«Πενθέας: Και νΰχτα λειτουργάς, αλήθεια, ή μέρα;
Διόνυσος: Πιο τη νύχτα. Αγιοσέβαστο το σκότος.
Πενθέας: Κακή παγίδα αυτό για τις γυναίκες.»
Οι Μαινάδες επομένως είναι οι αλλόφρονες, καθαγιασμένες γυναίκες, αφιερωμένες στην λατρεία του θεού Διόνυσου. Αλλά είναι και κάτι ακόμη περισσότερο, φροντίζουν τον θεό, μιας και εμπνέονται απ αυτόν. όταν τις πρωτοσυναντάμε στον Όμηρο, είναι οι “τροφοί” (τίθηναι) του. Ένα από τα χαμένα έργα του Αισχύλου είχε τον τίτλο “Διονύσου Τροφός” και ο Σοφοκλής, που τόσο συχνά εμπνεόταν από τον Όμηρο βάζει τον χορό αν λέει…
“εκεί θα με πάει ο γλεντοκόπος Διόνυσος με
τις νύμφες τις τροφούς τους.”
Στον Όμηρο, τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή μολονότι ο Διόνυσος έχει τις θεϊκές τροφούς του, δεν είναι νήπιο. Αφού δεν είναι πια παιδί γλεντά μαζί τους ως συνομήλικος. Ευτυχώς ο Πλούταρχος μας έχει αφήσει μια μαρτυρία ανεπαρκή αλλά σημαντική, για την αληθινή τελετουργία των Θυιάδων και από ‘κει μαθαίνουμε ό,τι λάτρευαν και πρόσεχαν όχι έναν ενήλικα θεό, αλλά ένα μωρό από την κούνια του.
Η λατρεία των γυναικών προς τον Διόνυσο Λικνίτη, το νήπιο στο λίκνο, αντανακλά ένα πρωτόγονο στάδιο κοινωνίας, μια εποχή κατά την οποία η κύρια συνειδητοποιημένη λειτουργία της γυναίκας ήταν η μητρότητα, (για την διαιώνιση του είδους) ενώ η περισσότερο πολιτισμένη αλλά λιγότερο στοιχειώδης λειτουργία της γυναίκας ως ύπαρξης, είχε ελάχιστα εξερευνηθεί. Ο Διόνυσος Λικνίτης ήταν ο γιός της Μητέρας του. Η λατρεία της Μητέρας και της Κόρης μας είναι γνωστή. Αντανακλά όχι τόσο τις σχέσεις μητέρας και κόρης, αλλά τα δύο στάδια στην ζωή μιας γυναίκας, της γυναίκας-κόρης και της γυναίκας-μητέρας. Η σχέση πατέρα και γιός, Δίας και Απόλλωνας αντανακλούν μια μετέπειτα εξέλιξη του πολιτισμού.
Έχει ενδιαφέρον να σημειώσω πως οι Μαινάδες – Θυιάδες δεν λατρεύουν μονάχα τον Λικνίτη, το νήπιο στο Λίκνο, αλλά και την μητέρα που το γέννησε τη Σεμέλη, κι αυτό επίσης στους Δελφούς. Η σχέση του Διόνυσου με τον πατέρα του τον Δία είναι ουσιαστικά ασήμαντη και τεχνητή. Ο Διόνυσος είναι παιδί της Μητέρας του “παιδί της Σεμέλης”.
..και προκύπτει το ερώτημα, “Ποιά είναι η Σεμέλη;”
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…
Αριστερά εικ. Μαινάδα φέρουσα θύρσο.
Θραύσμα αττικού ερυθρόμορφου αγγείου, περ. 480 π.κ.ε., Μουσείο του Λούβρου.
Δεξιά εικ, Μαινάδα που χορεύει. Ελληνικό αγαλματίδιο του 3ου αιώνα π.κ.ε. από τον Τάραντα.
Λίγες ακόμη πληροφορίες για την θηλυκή συνοδεία του θεού Διόνυσου Λικνίτη, Οι Μαινάδες διακρίνονται στην τέχνη, από τις άλλες γυναικείες μορφές. Στις αρχαίες ελληνικές αγγειογραφίες απεικονίζονται πολλές φορές να χορεύουν με Σειληνούς – Σατύρους, ή την ώρα που προσφέρουν θυσία στον Διόνυσο, ή κατά τη σκηνή της τιμωρίας του Πενθέα και του Ορφέα. Στην κλασική και μεταγενέστερη τέχνη, οι Μαινάδες απεικονίζονται επίσης μαζί με τη θεά Αφροδίτη και τον κύκλο της, ή μαζί με την Ειρήνη και τις Μούσες. Από τις γλυπτές αναπαραστάσεις των Μαινάδων ξεχωρίζουν δύο αγάλματα Μαινάδων που χορεύουν. Το ένα από αυτά, που φυλάσσεται στη Δρέσδη, σχετίζεται με τον γλύπτη Σκόπα, ενώ το άλλο ανάγεται στην Ελληνιστική Εποχή.
Οι Μαινάδες φορούσαν στεφάνια από κισσό, σμίλακα και νεβρίδες, ελαφριά φορέματα από δέρμα νεβρού (= ελαφιού). Διέτρεχαν τα βουνά και μπορούσαν να συναναστρέφονται με τα άγρια ζώα, τα οποία έπαιρναν στα χέρια τους και τα θήλαζαν. Λάτρευαν τον θεό με τραγούδια, με «μανικούς» χορούς και με κραυγές. Πάνω στον ενθουσιασμό τους μπορούσαν να ξεριζώσουν δέντρα και να σκοτώσουν δυνατά θηρία. Τόση ήταν η δύναμή τους, είναι γνωστό πως η ενεργοποίηση – έκσταση δίνει υπεράνθρωπες δυνάμεις. Κυνηγούσαν εξάλλου ζώα και έτρωγαν το κρέας τους ωμό. Ωστόσο, συνδέονται και με ειρηνικά έργα, όπως ο τρύγος και η οινοποιία, όπως αναπαριστώνται σε αγγειογραφίες.
Πηγή...
from Schizas.Com - Πύλη Ιάσωνος http://ift.tt/1zdtFdJ
via
IFTTT